καταταράζω

καταταράζω
(Α καταταράσσω και καταταράττω)
1. ταράζω πάρα πολύ
2. (για πρόσ.) προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω, αναστατώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταταράζω — κατατάραξα, καταταράχτηκα, καταταραγμένος, ταράζω κάτι ή κάποιον υπερβολικά, προκαλώ μεγάλη ανησυχία: Καταταράχτηκε όταν άκουσε πως ο εχθρός διέσπασε τα σύνορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενθορυβώ — ἐνθορυβῶ, έω (Μ) θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῡτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» ένας ποντικός τόν ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • καταταράσσω — (Α καταταράσσω και καταταράττω) βλ. καταταράζω …   Dictionary of Greek

  • προκαταταράσσω — Α καταταράζω, καταθορυβώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταράσσω «ταράζω πάρα πολύ, αναστατώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”